- γνωμίδιον
- γνωμίδιον, το (Α) [γνώμη]γνωμικό, απόφθεγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδίων — γνωμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδίῳ — γνωμίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμίδια — γνωμίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδιώκτης — γνωμιδιώκτης, ο (Α) αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία] … Dictionary of Greek